μηρός

μηρός
(Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις κινήσεις του μ. επί της λεκάνης και της κνήμης επί του μ. Η σπουδαιότερη αρτηρία του μ. είναι η μηριαία, που διατρέχει το εμπρός - εσωτερικό μέρος, συνοδευόμενη από την ομώνυμη φλέβα. Στη μηριαία φλέβα εκβάλλει η μεγάλη σαφηνής φλέβα η οποία, προερχόμενη από την κνήμη, διατρέχει τον υποδόριο ιστό της εμπρός - εσωτερικής επιφάνειας του μ. Εκτός αυτών, ανάμεσα στους πίσω μυς περνά το ισχιακό νεύρο, που κατεβαίνει έως την ιγνυακή χώρα, όπου διαιρείται στους τελικούς του κλάδους. μηριαία αρτηρία. Η κύρια αρτηρία που φέρνει αίμα στο πόδι. Εκτείνεται από τον βουβώνα μέχρι το γόνατο. μηριαίο οστό. Εκτείνεται από την πύελο στο γόνατο. Είναι το μακρύτερο και βαρύτερο οστό του ανθρωπίνου σώματος. μηροκήλη. Παθολογική κατάσταση κατά την οποία προβάλλει μια έλικα του λεπτού εντέρου στο άνοιγμα του βουβώνα, μέσα από τον οποίο διέρχονται τα κύρια αιμοφόρα αγγεία προς την κνήμη.
* * *
ο (ΑΜ μηρός, Μ καί μῆρος)
το τμήμα τού κάτω άκρου το οποίο εκτείνεται από το ισχίο ή τη λεκάνη ώς το γόνατο
νεοελλ.
το ίδιο τμήμα στα πίσω άκρα τών ζώων
αρχ.
1. το οστό τού μηρού
2. τα οστά τής κνήμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *mē[m]s-ro- (με σίγηση τού -s- προ τού -r-) < ΙΕ ρίζα *mē(m)s- «κρέας». Το αρχαιότερο περιληπτ. ουσ. μῆρα (πρβλ. κύκλος, -/-α) αντιστοιχεί ακριβώς με το λατ. membra «μέλη τού σώματος» (< IE *mē(m)s-r-a). Η λ. μηρός συνδέεται με αρχ. ιρλδ. mir «κομμάτι κρέας» και με λ. τής ΙΕ οικογ. με σημ. «κρέας», πρβλ. αρχ. ινδ. māmsa- και mās, γοτθ. minz, αρμ. mis, αρχ. σλαβ. męso, τοχαρ. Β' misa. Ο μσν. τ. μῆρος με αναβιβασμό τού τόνου προς εξυπηρέτηση μετρικών αναγκών.
ΠΑΡ. μηρί(ον), μηριαίος
αρχ.
μηρίζω
νεοελλ.
μερί, μηρικός.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) μηροκήλη
αρχ.
μηροκαυτώ, μηροτραφής, μηροτυπής
μσν.
μηρόκλαστος
νεοελλ.
μηραλγία, μηροϊγνυακός. (Β' συνθετικό) αρχ. άμηρος, έμμηρος, εύμηρος, καλλίμηρος, σύμμηρος, φιλόμηρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μηρός ο — μηρός, ο το παχύτερο μέρος του ανθρώπινου ποδιού από το γόνατο ως τους γοφούς, το μπούτι: Χτύπησε στο μηρό πέφτοντας από το άλογο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μηρός — thigh masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήρος — (Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις… …   Dictionary of Greek

  • μηροῖν — μηρός thigh masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηροῖο — μηρός thigh masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηροῖς — μηρός thigh masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηροῖσι — μηρός thigh masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηροῖσιν — μηρός thigh masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηροί — μηρός thigh masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηροῦ — μηρός thigh masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”